διαστατικῇ

διαστατικῇ
διαστατικός
disintegrating
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαστατική — διαστατικός disintegrating fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • διαστατικός — ή, ό (Α διαστατικός, ή, όν) νεοελλ. φρ. «διαστατική ανάλυση» η εφαρμογή τών εξισώσεων στις διαστάσεις τών φυσικών μεγεθών και μονάδων για να εξαχθεί η αλγεβρική τους μορφή αρχ. 1. ο κατάλληλος να διαχωριστεί 2. αυτός που προκαλεί διάσταση ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”